Του Σωτήρη Θεοδωρόπουλου
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ που επιβεβαιώθηκε και από την Eurostat, το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης το 2016 έφτασε στο 6,9% του ΑΕΠ ή 6.937 εκατ. έναντι στόχου 0,5% του ΑΕΠ ή 879 εκατ. Έτσι μετά την πληρωμή των τόκων 5.525 εκατ. από έσοδα του κράτους, προκύπτει συνολικό πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης 0,7% του ΑΕΠ ή 1.288 εκατ, όση είναι και η μείωση των δαπανών για επενδύσεις της Γενικής Κυβέρνησης το 2016 σε σχέση με το 2015.
Η πληρωμή τόκων και η πληρωμή χρεολυσίων τις πρώτες εβδομάδες του Απριλίου περίπου 1,5 δισ., σύνολο 7 δισ. περίπου από κρατικά έσοδα, ενώ θα μπορούσαν να πληρωθούν από χρηματοδότηση των δόσεων του τρίτου Μνημονίου, συνιστούν τη μεγαλύτερη τορπίλη για την ανάκαμψη της καταρρέουσας και σε συνεχιζόμενη ύφεση πραγματικής οικονομίας μας. Η απόσπαση πόρων τέτοιου ύψους και η μεταφορά στο σύνολό τους στο εξωτερικό για τόκους και χρεολύσια, από τη ρημαγμένη οικονομία, ενώ υπάρχει εναλλακτική δυνατότητα πληρωμής, αποτελεί καταδικαστέα δημοσιονομική πράξη.
Για τη δημιουργία τέτοιου πρωτογενούς πλεονάσματος, χρειάστηκε η πρόσθετη αφαίμαξη με νέους φόρους και περικοπές περίπου 6,3 δισ,, η πέραν του στόχου είσπραξη εσόδων από την Τράπεζα της Ελλάδος και οι κατάλληλοι χειρισμοί στη μεταβολή των ανεξόφλητων υποχρεώσεων του Δημοσίου που στο τέλος του 2016 μαζί με τις ανεξόφλητες επιστροφές φόρων έφθαναν τα 4,7 δισ., ενώ σήμερα έχουν αυξηθεί με πάνω από 500 εκατ. Σε αυτές θα πρέπει να προστεθούν, κρυφά χρέη από δαπάνες μη βεβαιωμένων οφειλών του Δημοσίου, όπως αιτήσεις επιστροφής ΦΠΑ περίπου 1 δισ. και αντίστοιχο ποσό για μη καταβληθείσες συντάξεις και πραγματοποιηθείσες δαπάνες που δεν έχουν υπολογισθεί. Λόγω της ραγδαίας αύξησης των απλήρωτων υποχρεώσεων του Δημοσίου, αλλά και του φορολογικού στραγγαλισμού της πραγματικής οικονομίας, η εκτεταμένη κόπωση καταβολής φόρων αυξάνει ραγδαία τους οφειλέτες και οφειλές προς το Δημόσιο και όλους τους φορείς του, όπως Ασφαλιστικά Ταμεία, ΔΕΗ κλπ.
Μαζί με την απόσπαση πόρων και μεταφορά τους στο εξωτερικό, έχουμε συγχρόνως εξαναγκαστικό δανεισμό του Δημοσίου από την πραγματική οικονομία, παρά τις διατυπωμένες νομικές δεσμεύσεις πληρωμής τους, σε συνθήκες συνεχώς μειούμενης χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα, που το τελευταίο τρίμηνο έφθασε στο -7%.
Αξίζει να αναφερθεί πως το τεχνητό αυτό πρωτογενές πλεόνασμα, χωρίς τη μείωση της δαπάνης για τόκους το 2016 σε σχέση με το 2015 ύψους 1350 εκατ. λόγω της νομισματικής πολιτικής, θα κάλυπτε μόνο τη δαπάνη για τόκους χωρίς κανένα συνολικό πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης. Ακόμη θα πρέπει να αναφέρουμε πως το 2016 έχουμε νέα αύξηση του Δημοσίου Χρέους, τόσο σε απόλυτο νούμερο όσο και σαν ποσοστό του ΑΕΠ σε σχέση με το 2015, κυρίως λόγω πληρωμής πέρυσι το φθινόπωρο μέρους των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου από τη δόση του Προγράμματος.
Ο καθένας μπορεί να καταλάβει, πως τίποτα από τη σημερινή κατάσταση δεν είναι βιώσιμο σε περιβάλλον ναρκοθέτησης της πραγματικής οικονομίας, γι’ αυτό εξάλλου απαιτείται η νομοθέτηση συνεχώς νέων μελλοντικών σκληρότερων μέτρων. Καμία Δημοσιονομική σταθερότητα που είναι προϋπόθεση αποκατάστασης εμπιστοσύνης και αναστροφής κατάρρευσης και εξόδου από την κρίση της πραγματικής οικονομίας, δεν μπορεί να προκύψει.
Η Δημοσιονομική πειθαρχία και σταθερότητα με την επίτευξη ισοσκελισμέων προϋπολογισμών, αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του ισχυρού μας Νομίσματος, βασική προϋπόθεση σταθερού φορολογικού περιβάλλοντος, χαμηλού κόστους δανεισμού, ευνοϊκού μακροοικονομικού περιβάλλοντος για προσέλκυση επενδύσεων. Δεν αποτελεί όμως τυφλό μονοδιάστατο στόχο, έχει σημασία και ο τρόπος επίτευξής του. Ο σημερινός τρόπος που υπηρετεί μόνο πολιτικές σκοπιμότητες και τυχοδιωκτισμούς των διαπραγματευτών του λαϊκισμού, εξυπηρετώντας την περίοδο αυτή και τις ανάγκες των Ευρωπαίων εταίρων μας, παράγει προφανώς τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Η απαραίτητη παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων για την πληρωμή των τεχνητά χαμηλών μνημονιακών τόκων, προκειμένου να είναι βιώσιμη και υγιής, απαιτεί αντίστοιχους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, όπως συνέβαινε την περίοδο της πορείας προς την ΟΝΕ 1994-2001, με μέσο πραγματικό πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 3% του ΑΕΠ. Για να γίνει αυτό, εκτός από την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης για τη θέση της χώρας στο παρόν και το μέλλον της εντός Ευρωζώνης, απαιτείται το σταμάτημα της υπερφορολόγησης με ταυτόχρονη κατάργηση πλήθους συνεχιζόμενων μορφών Δημόσιας σπατάλης. Συγχρόνως απαιτείται η ταχύτατη προώθηση των αυτονόητων διαρθρωτικών αλλαγών, που το προσωπικό των αντιμνημονιακών αγώνων, ποτέ δεν μπορεί να πραγματοποιήσει παράγοντας αποτελέσματα. Κανένα Πρόγραμμα στα χέρια του δεν «βγαίνει”. Όλα τα Προγράμματα πέφτουν έξω και η χώρα σύρεται στη συνεχιζόμενη φτωχοποίηση.
* Ο κ. Σωτήρης Θεοδωρόπουλος είναι Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, Μέλος του Ε.Σ. της «Δημοκρατικής Ευθύνης”